- χειροτεχνίτης
- χειροτεχν-ίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ,A = χειροτέχνης, Sch.rec.A.Pr.893. [full] χειρό-τμημα, ατος, τό, in pl., f.l. for χειρόκμητα in Zos.Alch.pp.209,239B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροτεχνίτης — ὁ, Α χειροτέχνης, τεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τεχνίτης] … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροτεχνίτην — χειροτεχνί̱την , χειροτεχνίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)